πρωτοτόκου

πρωτοτόκου
πρωτότοκος
bearing
masc/fem/neut gen sg
πρωτοτόκος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

  • παλινόρθωση — Στη Γαλλία, ο όρος αρχικά χαρακτήριζε την αποκατάσταση στον θρόνο του πρωτότοκου κλάδου των Βουρβώνων, αλλά η έννοιά του διευρύνθηκε γρήγορα και σήμαινε την περίοδο της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης από το 1815 μέχρι το 1830, κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυγένεια — η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α [πρεσβυγενής] η ιδιότητα τού πρεσβυγενούς, τού πρωτότοκου, προτεραιότητα στη γέννηση, τα πρωτοτόκια …   Dictionary of Greek

  • πρωτοτοκεύω — Α [πρωτότοκος] παρέχω σε κάποιον τα δικαιώματα τού πρωτοτόκου …   Dictionary of Greek

  • πρωτοτόκια — τα / πρωτοτόκια, ΝΜΑ [πρωτότοκος] 1. τα δικαιώματα τού πρωτοτόκου 2. (στην ΠΔ) δικαίωμα τού πρώτου γιου τών Εβραίων, δηλ. διπλή μοίρα από την πατρική κληρονομιά, ιδιαίτερη ευλογία τού πατέρα και κάποια αυθεντία πάνω στους νεώτερους αδελφούς, αφού …   Dictionary of Greek

  • Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της …   Dictionary of Greek

  • Βοημούνδος — (Bohemond). Εξελληνισμένο όνομα ηγεμόνων της Αντιόχειας και κομητών της Τρίπολης της Συρίας. 1. Β. Α’ (1050 – 1111). Ηγεμόνας της Αντιόχειας (1098 1104) και ένας από τους αρχηγούς της Α’ Σταυροφορίας. Πρωτότοκος γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου,… …   Dictionary of Greek

  • Ζηνοβία — I (3ος αι. μ.Χ.). Βασίλισσα της Παλμύρας (267 273 μ.Χ.). Η Ζ., που ισχυριζόταν ότι η Σεμίραμις ανήκε στην οικογένειά της, όπως επίσης και η Κλεοπάτρα, ήταν μάλλον ιουδαϊκής καταγωγής. Όμορφη, μελαχρινή, με σπινθηροβόλο πνεύμα, υπήρξε μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • Ιμπραήμ πασάς — (Καβάλα 1789 – Κάιρο 1848). Αλβανός στρατηγός, αντιβασιλιάς της Αιγύπτου. Γιος του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου από τον γάμο του με μια πλούσια χήρα, θεωρείται από τα σημαντικότερα πρόσωπα στην ιστορία της Αιγύπτου κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. Τον …   Dictionary of Greek

  • Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”